Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

Ψάχνοντας στα τυφλά (Session 4)

Αφού έκλεισα το μαγαζί πήγα πάλι σπίτι του Θίοντορ, ήταν εκεί ήδη ο Μάρκους με την Τιτάνια στο σαλόνι και ο Ιάκωβος πρόσεχε την Άνχελα στην κρεβατοκάμαρα. Ενώ συζητούσαμε ακούσαμε τον Ιάκωβο να μιλάει από πάνω, όπως πριν έκανε συζήτηση με την κοιμισμένη. Αυτή τη φορά όμως αυτή του απαντούσε, οπότε προφανώς είχε ξυπνήσει. Τρέξαμε πάνω. "Ήρθαν οι σωματοφύλακές σου, Ιάκωβε" είπε η τύπισσα με περιφρόνηση όταν μπήκαμε στο δωμάτιο. "Δεν είμαστε σωματοφύλακες κανενός" είπε ο Μάρκους ο οποίος είχε αρχίσει να φουντώνει πάλι. "Που βρίσκεται ο Θίοντορ;" άρχισε να φωνάζει ενώ αυτή του απαντούσε τελείως ψύχραιμα "Δεν ξέρω, δεν σας πληροφόρησε ήδη η φίλη σας; Τόση ώρα ψαχούλευε μες στο κεφάλι μου. Ή μήπως νόμιζες ότι δε θα σε καταλάβαινα κοριτσάκι;" Η Τιτάνια δεν μίλησε. Θα μπορούσα να γράψω όλη την συζήτηση όπου εμείς την ρωτούσαμε διάφορα κι αυτή απαντούσε με απειλές, σίγουρη ότι σύντομα θα είναι ελεύθερη κι εμείς νεκροί. Πολύ σίγουρη για μία τύπισσα δεμένη, χωρίς χέρι και με σπασμένο γοφό. Δεν έβγαλε όμως πουθενά, η αλήθεια είναι ότι μάλλον δεν έχει ιδέα ποιος την στέλνει σε αυτές τις αποστολές να κυνηγήσει συγκεκριμένα αντικείμενα μεγάλης δύναμης. Είναι απλά μισθοφόρος, πληρώνεται για να μην ρωτάει παραπάνω ερωτήσεις. Το υφάκι της και τα γενικά λεγόμενά της μάλιστα παραλίγο να με κάνουν να μετανιώσω που έπεισα τον Μάρκους να μην την σκοτώσει. Η Τιτάνια την ξανακοίμησε. Έβγαλα μερικές πέτρες και άπλωσα πάνω στο σώμα της έτσι ώστε να την ρίξω σε ένα προσωρινό κώμα αλλά δεν τα κατάφερα δυστυχώς. Ακόμα και αναίσθητη αντιστάθηκε, είναι πολύ πιο δυνατή από μένα σε αυτόν τον τομέα. Ο Μάρκους έκανε πάλι τα δικά του με τα διαγράμματα και αφήσαμε τον Ιάκωβο να την προσέχει.
Το μόνο στοιχείο που είχαμε τώρα ήταν το κρυσφήγετό της, το οποίο είχε δει η Τιτάνια μες στο μυαλό της και μπορούσε να εντοπίσει. Συγκεντρώθηκε και μετά μας είπε ότι εκεί αισθάνθηκε και τον άλλον που μας ξέφυγε στο ξενοδοχείο, Ντέρεκ όπως τον ανέφερε κάποια στιγμή η Άνχελα. Επίσης μας είπε ότι στο υπόγειο του σπιτιού αυτού είδε κάποιον άντρα δεμένο και φιμωμένο, αλλά δεν ξεχώρισε ποιος ήταν. Πιθανότατα θα ήταν ο Θίοντορ, οπότε τρέξαμε όσο προλαβαίναμε. Αυτή την φορά δεν προετοιμάσαμε τίποτα, γιατί έπεισα τον Μάρκους να δοκιμάσουμε μία πιο ειρηνική προσέγγιση. Μεγάλο μου λάθος απ' ότι φάνηκε. Βλέπεις ο Μάρκους μάλλον είναι άνθρωπος των άκρων. Ή θα μπει μέσα πυροβολώντας, ή με κατεβασμένα βρακιά. Κάτι τέτοιο έκανε τώρα.

Μπήκαμε μέσα στο σπίτι και στο ισόγειο δεν βλέπαμε κανέναν. Ξέραμε ότι κάποιος ήταν εκεί αλλά δεν μπορούσαμε να τον δούμε ούτε να εντοπίσουμε ακριβώς που βρισκόταν. Άναψα τα φώτα και τίποτα. Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν δύο πιστόλια και μία χειρουργική λαβίδα ματωμένη. Προφανώς ο Ντέρεκ φρόντιζε μόνος του την πληγή που του είχε κάνει η Τιτάνια στο ξενοδοχείο. "Φανερώσου, δεν σκοπεύουμε να σου κάνουμε κακό αυτήν την φορά" είπε ο Μάρκους και πέταξε το όπλο του στο έδαφος. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Κοιτάξαμε τριγύρω αλλά πάλι τίποτα. Εννοείται όμως μέσα σε δευτερόλεπτα το όπλο του Μάρκους είχε εξαφανιστεί από το έδαφος. Βρίζοντας από μέσα μου μάζεψα τα πιστόλια από το τραπέζι, κράτησα το ένα για μένα και έδωσα το άλλο στην Τιτάνια. Ακόμα δεν γινόταν τίποτα, μόνο μία ισχνή μυρωδιά χλωρίνης έπιασα στον αέρα και ακούσαμε και τις φιμωμένες κραυγές του τύπου στο υπόγειο. Έκατσα μπροστά στην πόρτα και η Τιτάνια στη μέση του δωματίου προσπαθώντας να τον εντοπίσουμε ενώ ο Μάρκους πήγε να κατεβεί τις σκάλες για να απελευθερώσει όποιον βρισκόταν στο υπόγειο.
Η τηλεόραση στην άκρη του σαλονιού άναψε από μόνη της και μας ξάφνιασε. Ο τύπος εμφανίστηκε ξαφνικά σαν οπτασία ανάμεσα σε μένα και την Τιτάνια με ένα κοντάρι στα χέρια κι άρχισε να μας βαράει και τους δύο. Του φωνάξαμε να σταματήσει, ότι θέλουμε απλά να του μιλήσουμε αλλά συνέχισε. Το βρίσκω πολύ λογικό εξάλλου αφού ο τύπος είχε μία τρύπα στο στομάχι από την τελευταία φορά που μας είδε και δεν ξέρει καν γιατί. Τον σημάδεψα στα πόδια έτσι ώστε να τον ακινητοποιήσω αλλά ενώ η σφαίρα φάνηκε να πέτυχε τον στόχο της, αυτός δεν επηρεάστηκε. Μόλις εκπυρσοκρότησε το όπλο, το χέρι μου έπιασε φωτιά και κατάλαβα γιατί μύριζα πιο πριν χλωρίνη. Ο τυπάς προφανώς είχε λούσει τα πιστόλια στην χλωρίνη για να την πατήσει όποιος τα χρησιμοποιήσει. Αφού πάλι κόντευα να πεθάνω ο Μάρκους τον έδεσε πάλι με αλυσίδες που δημιουργήθηκαν από το πουθενά, όπως την προηγούμενη φορά. Αυτός έπεσε στο έδαφος και προσπαθούσε να κάνει κάτι αλλά έφαγε κάτι κλωτσιές στη μούρη και σταμάτησε. Πήρα από την ζώνη του το όπλο του Μάρκους, έβαλα το γόνατό μου στο στήθος του και το όπλο στο μέτωπό του. Ήταν έτοιμος να τα ξεράσει όλα. Το πρόβλημα ήταν ότι αυτός ήξερε ακόμα λιγότερα. Ήταν απλά ένας μισθωμένος τραμπούκος με δυνάμεις, όχι ιδιαίτερα έξυπνος μάλιστα. Το μόνο που μπορέσαμε να του αποσπάσουμε ήταν ότι υπάρχει κάποια θυρίδα ασφαλείας στην οποία πάνε και βάζουν τα αντικείμενα που είναι να πάρει ο "άρχοντάς" τους. Από το τίποτα, κάτι είναι κι αυτό.

Στο μεταξύ ο Μάρκους που είχε πάει στο υπόγειο ανέβηκε ξανά πάνω με τον Τζεφ. Ο Τζεφ είναι φίλος μας, ανήκει στην ομάδα μας. Είχαμε καιρό να τον δούμε γιατί έλειπε ταξίδι. Μας είπε ότι όταν γύρισε, πριν λίγες μέρες, βρήκε τους τραμπούκους να έχουν κάνει το σπίτι του πουτάνα γιατί κάτι έψαχναν. Τον τσάκωσαν κι αυτόν και τον έφεραν εδώ, όπου απ' ότι καταλάβαμε τον έδερναν συχνά για ευχαρίστηση και μόνο. Μας είπε μάλιστα ότι ήταν κι ένας άλλος εκεί αιχμάλωτος μαζί του αλλά ήρθαν κάποιοι και τον πήραν. Δε μου αρέσει καθόλου αυτό που πάμε να μπλέξουμε. Μέχρι τώρα ήμουν ο ειρηνιστής, αλλά μάλλον θα πρέπει να το δω πιο σοβαρά το όλο θέμα. Πλέον υπάρχει θέμα επιβίωσης και δεν έχω κανένα κόλλημα να κάνω αυτό που πρέπει για να επιβιώσω, εγώ και οι φίλοι μου.

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Περίεργες Αποκαλύψεις (Session 3)

Μαζέψαμε τα κομμάτια μας, πήραμε την γκόμενα σηκωτή και φύγαμε. Άνχελα την λένε τελικά, όπως μάθαμε αργότερα. Με Χ ροχάλα. Τη φορτώσαμε στο αμάξι σαν σακί και την πήγαμε σπίτι του Θίοντορ, δεν μπορούσαμε εξάλλου να ρισκάρουμε να την πάμε σε άλλο μέρος να μάθει τα κρυσφήγετα μας, ούτε φυσικά στην αποθήκη. Εξάλλου το σπίτι του Θίοντορ το είχε κάνει η ίδια ρημαδιό.

Πολλές συζητήσεις, πολλές διαφωνίες - κυρίως δικές μου με τον Μάρκους - για το τί θα την κάνουμε. Δεν μπορούμε να την αφήσουμε σ' αυτήν την κατάσταση, μετά βίας κρατιέται ζωντανή. Έπειτα, δεν μπορούμε να ρισκάρουμε να μας κάνει αυτή κακό, οπότε πριν φύγουμε την κοίμησε η Τιτάνια και την σταθεροποίησα εγώ για να μην χειροτερέψει τουλάχιστον. Την πήγαμε σπίτι του Θίοντορ και την δέσαμε στο κρεβάτι του, όσα άκρα της είχαν απομείνει τουλάχιστον. Η Τιτάνια την κρατούσε κοιμισμένη και είχε κάτσει από πάνω της και έψαχνε στο μυαλό της για απαντήσεις. Ο Μάρκους έψαχνε κάτι βιβλία και ζωγράφιζε κάτι περίεργα σε χαρτί. Αυτοί οι μέθοδοί του είναι λίγο αστείοι.

Πήγα κάτω στο σαλόνι και άναψα δύο αρωματικά στικς που πήρα από τη μηχανή μου και αυτοσυγκεντρώθηκα. Το σπίτι ήταν καθαρό από πνεύματα, ο παρανοϊκός Θίοντορ είχε φροντίσει να τα διώξει όλα. Φυσικά όμως πνεύματα υπάρχουν παντού και το σπίτι του δε με περιορίζει ιδιαίτερα. Μετά από λίγη ώρα άρχισε να κουνιέται μια κουρτίνα, παρ' όλο που όλα τα παράθυρα ήταν κλειστά. Μέσα από την σκόνη του πατώματος σχηματίστηκε μπροστά μου ένα μικρό ανθρωπάκι που άρχισε να περιεργάζεται τον χώρο με παιχνιδιάρικο βλέμμα. "Καλησπέρα" μου είπε και ανταπέδωσα ευγενικά. Τον ρώτησα το όνομα του και μου είπε ότι είναι ο Γκνορ, το πνεύμα της αταξίας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει απαραίτητα κάτι κακό, δεν είχα κακό προαίσθημα γι' αυτό. "Χρειάζομαι την βοήθεια σου Γκνορ, αν βέβαια μπορείς και θέλεις να με βοηθήσεις." "Φυσικά, ζήτα μου ό,τι θες" απάντησε και του είπα για την τύπισσα που έχουμε πάνω, ότι θα ήθελα να την τσεκάρει, μήπως μπορεί να μου δώσει κάποια χρήσιμη πληροφορία.

"Να εκεί είναι" του έδειξα την κοιμισμένη τύπισσα, την οποία ακόμα "διάβαζε" η Τιτάνια. "Το ξέρω" απάντησε ο Μάρκους απορημένος, ο οποίος φυσικά δεν έβλεπε τον Γκνορ. Ο Γκνορ ο οποίος δεν είχε χέρια πήδηξε στο κρεβάτι και άρχισε να τρίβει τη μούρη του στην γάμπα της γκόμενας. "Είναι καθαρό, τόσο καθαρό..." Μου είπε ότι δεν ένιωθε κάτι περίεργο πάνω της, αλλά πάνω στην Τιτάνια, έβλεπε κάτι που δεν είχε ξαναδεί και μου είπε ότι η Τιτάνια είναι κάπως "βρώμικη". Ίσως να φταίει αυτό που έκανε εκείνη την στιγμή η Τιτάνια. Ίσως όμως και να πρέπει να την προσέχω κάπως καλύτερα από 'δω και πέρα. Ίσως και να έπρεπε απλά να κάνει ένα ντουζάκι. Ευχαρίστησα τον Γκνορ για την βοήθειά του - παρ' όλο που ήταν άχρηστη τελικά - και τον αποχαιρέτησα. Ο Μάρκους που κοιτούσε τόση ώρα την συνομιλία μου με το πνεύμα είχε καταλάβει τί γινόταν και άρχισε να με ρωτάει διάφορα. Πήγαμε κάτω στην κουζίνα να τσιμπήσουμε κάτι καθώς προσπαθούσα να του απαντήσω όσο πιο σύντομα γινόταν στις απορίες του περί του κόσμου των πνευμάτων, γιατί δεν είχα καμία όρεξη. Εξάλλου, πώς να εξηγήσεις σε έναν Ερμητικό που βλέπει τα πάντα ως αριθμούς και εξισώσεις τα διάφορα πρόσωπα της μητέρας-γης;


Μετά από κάποια ώρα που μου φάνηκε ατελείωτη ανάμεσα στις απορίες του Μάρκους, τους επαίνους του για τον Θίοντορ και τα περίεργα διαγράμματα που σχεδίασε για να κρατήσει την τύπισσα απ' το να τηλεμεταφερθεί κάπου αλλού, μας φώναξε ευτυχώς η Τιτάνια από πάνω, να μας εξηγήσει τί είδε. Η Άνχελα, όπως μας είπε ότι την έλεγαν, απ' ότι φαίνεται ήταν κυνηγός μαγικών αντικειμένων, όπως ξέραμε ότι είναι και ο Θίοντορ. Κάποιος τον οποίο αποκαλούσε η ίδια "άρχοντα" της μιλούσε μες στο κεφάλι της και την πρόσταζε να τα βρει για λογαριασμό του. Σε ένα απ' τα ταξίδια της πριν ένα χρόνο περίπου συνεργάστηκε με τον Θίοντορ και βρήκαν μαζί μία περίεργη σφαίρα, την οποία της έκλεψε ο Θίοντορ αφού την άφησε αναίσθητη. Κατά τα φαινόμενα, ο "άρχοντάς" της δεν ήταν και πολύ ευχαριστημένος με αυτό και από τότε αυτή τον έψαχνε να του την πάρει πίσω. Βρήκε τον Θίοντορ αλλά όχι την σφαίρα, ότι κι αν δοκίμασε να του κάνει δεν της αποκάλυψε τίποτα γι' αυτό ο αόρατος άντρας (αν είναι άνθρωπος καν) της έστειλε δύο τύπους οι οποίοι τον πήραν να τον φέρουν σε εκείνον. Δεν ξέρει πού είναι ούτε αυτός ούτε η σφαίρα. Το μόνο χρήσιμο που μάθαμε ήταν το κρυσφήγετό της στην πόλη.

Ήμουν έξω φρενών. Παραλίγο να σκοτώσουμε μια κοπέλα η οποία απλά ήθελε να πάρει κάτι δικό της πίσω. Άρχισα να φωνάζω στον Μάρκους ο οποίος μου υπενθύμιζε συνεχώς τα νταραβέρια της με τους βρικόλακες και τις σκοτεινές συμφωνίες της. Τί με νοιάζει εμένα τί συμφωνίες κάνει ο καθένας; Αρκεί να μη με ενοχλεί. Απ' ότι φαίνεται, αυτή τη φορά εμείς ενοχλήσαμε εκείνη. Δικαίωμα της ήταν να διεκδικήσει αυτό που ήταν δικό της, μετά την πουστιά που της έπαιξε ο Θίοντορ. Ο Μάρκους υποστήριζε ότι δεν ήξερε τίποτα ούτε για την Άνχελα ούτε για την σφαίρα που έψαχνε, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν τον πιστεύω πλέον. Ήμουν έτοιμος να την επαναφέρω, παρά τον κίνδυνο να μου επιτεθεί. Κάπου εκεί έφτασε κι ο Ιάκωβος και του εξηγήσαμε τί έγινε. Μετά πήγα σπίτι να κοιμηθώ.

Πριν κοιμηθώ πήρα λίγο φρέσκο χώμα που έχω για τις γλάστρες και το ανακάτεψα με λίγο νερό. Το άλειψα πάνω στο κατεστραμμένο χέρι μου για να επωφεληθώ από τις ευεγερτικές ιδιότητες της μάνας-γης και ήδη έδειχνε πολύ καλύτερα μετά. Μπήκα να κάνω ένα ντουζ και πρόσεξα κάποια στιγμή την ουρά ενός φιδιού στην μπανιέρα μου. Τράβηξα την κουρτίνα και είδα μπροστά μου έναν τεράστιο μαύρο πύθωνα. Προς στιγμήν χέστηκα λίγο πάνω μου μέχρι που γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε και κατάλαβα από ένα σχέδιο ζωγραφισμένο στο "κούτελό" του ότι ήταν το τοτέμ μου, η Άνγκορ-Μα. "Μη μας ξεχνάς Jock O Mo" σφύριξε και βγήκε απ' την πόρτα του μπάνιου. Το τοτέμ μου είναι η προσωποποίηση του εαυτού μου στον κόσμο των πνευμάτων. Κάποιες φορές επικοινωνεί μαζί μου, γιατί οι δεσμοί μου με τον κόσμο αυτόν είναι δυνατοί. Βγήκα στο σαλόνι με τις σαπουνάδες και το είδα κουλουριασμένο στον καναπέ.
"Tί εννοείς σας ξεχνάω;"
"Ξεχνάς τον δρόμο σου. Παρεκκλίνεις από τον σκοπό σου. Ίσως είναι καιρός να πας ένα ταξίδι."
"Ταξίδι που;"
"Προς τα 'κει." έδειξε με το κεφάλι του κάποιον άγνωστο προορισμό. "Δεν χρειάζεται να φύγεις για να πας ένα ταξίδι. Κάνε ένα ταξίδι μες στον εαυτό σου. Ίσως να πρέπει να κάνεις μία ανακαίνιση στο σπίτι σου. Ίσως να πρέπει να βρεις μία σφαίρα."
"Σφαίρα;"
"Ναι, μια όμορφη σφαίρα, να την κρεμάσεις στο λαιμό σου."
Το φίδι εξαφανίστηκε πίσω απ' τον καναπέ και με άφησε με την απορία.

Το άλλο πρωί ενώ ετοιμαζόμουν να πάω να ανοίξω το μαγαζί με πήρε τηλέφωνο ο Μάρκους και με έπρηξε να πάω από το σπίτι του Θίοντορ όπου είχαμε ακόμη την Άνχελα. Το μαγαζί έπρεπε να περιμένει λίγες ώρες. Όταν έφτασα ο Ιάκωβος έκανε τα δικά του τα περίεργα, καθόταν και έλεγε ιστορίες στην κοιμισμένη γκόμενα. Τελικά ήθελε βοήθεια με άλλο ένα διάγραμμα που έφτιαχνε για να είναι πιο σίγουρος ότι δε θα του ξεφύγει η τύπισσα με τίποτα. Τον βοήθησα αλλά δεν ξέρω για πόσο θα ανεχτώ να συνεχιστεί η όλη φάση. Στο μαγαζί με περίμενε η Πεσταλέξη για κακή μου τύχη. Ήταν απ' έξω και χτυπούσε τις πόρτες φωνάζοντας το όνομα μου. Η καλή μέρα απ' το πρωί φαίνεται. Πήγα να πιω έναν καφέ πρώτα για να σιγουρευτώ ότι δεν θα είναι εκεί όταν γυρίσω να ανοίξω.

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Πρώτο αίμα, παραλίγο και τελευταίο (Session 2)


Παραλίγο να πεθάνω σήμερα και σίγουρα δεν την γλίτωσα φτηνά. Δεν ξέρω αν φταίει το ότι αναζητώ πιο ειρηνικές λύσεις ή ότι οι άλλοι είναι τόσο αιμοσταγείς κάφροι. Δεν ξέρω αν ταιριάζω με τα συγκεκριμένα άτομα. Πού είχαμε μείνει όμως;

Ήμασταν σπίτι του εξαφανισμένου Θίοντορ ακόμα και συζητούσαμε τί θα ήταν καλύτερο να κάνουμε. Λίγα τα στοιχεία αλλά έπρεπε να δράσουμε γρήγορα, αν είχαμε τουλάχιστον μία ελπίδα να βρούμε τον Θίοντορ ζωντανό. Ο Μάρκους πέταξε μια ιδέα ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να φέρναμε την τύπισσα με τα μαύρα εδώ, όπου θα έπαιζε εκτός έδρας, την οποία ιδέα τελικά μετά από λίγο κατέρριψε ο ίδιος και αποφάσισε ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να πηγαίναμε εμείς εκεί.

Η Τιτάνια είχε εντοπίσει την μυστήρια γκόμενα σ' ένα εγκαταλελειμένο ξενοδοχείο στο κέντρο. Μπήκαμε στο βανάκι του Μάρκους και ξεκινήσαμε. Στον δρόμο σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να προετοιμαστώ κάπως για τη μάχη. Βέβαια δεν είχα μαζί μου κανένα από τα υλικά, τα είχα αφήσει στη βαλίτσα της μηχανής, αλλά κάπως κάτι μπόρεσα να κάνω. Τρίβοντας απλά τα χέρια μου και μορφοποιώντας την ζωτική τους δομή τα μετέτρεψα σε κάτι παραπάνω από φονικά όπλα, ήταν πλέον διαμορφωμένα έτσι ώστε να χτυπάνε κατευθείαν την ζωτικότητα του αντιπάλου ώστε να προκαλέσουν σοβαρή ζημιά. Χρειαζόταν αρκετή προσπάθεια να συγκεντρωθώ μέσα στο κινούμενο αυτοκίνητο, αλλά απ' ότι κατάλαβα και οι υπόλοιποι προετοιμάστηκαν καταλλήλως έτσι ώστε να είμαστε ετοιμοπόλεμοι σε περίπτωση που πάει κάτι στραβά. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, μάλλον είχαμε περάσει από αμυντική στάση σε επιθετική, πήγαμε εκεί ψάχνοντας για καυγά.

Ερημιά στον συγκεκριμένο δρόμο, αλλά δεν μας έκανε μεγάλη εντύπωση, είναι απ' τις κακόφημες γειτονιές της πόλης. Έξω απ' το ξενοδοχείο προσέξαμε δύο άστεγους που μας προβλημάτισαν, δεν θέλαμε παράπλευρες απώλειες και σίγουρα η παρουσία τους εκεί ήταν τουλάχιστον ύποπτη. Αφού εξακρίβωσα ότι ήταν ζωντανοί η Τιτάνια τους "διάβασε" στα γρήγορα από μακριά και μας είπε ότι ήταν απλά δύο πρεζάκια τα οποία ήθελαν κάπως να μπουν στο κτίριο αλλά δεν τους άφηναν. Ο Μάρκους είχε πάει πιο κει σε ένα σκοτεινό σοκάκι και παρατηρούσε σιωπηλά το ξενοδοχείο. Μετά από λίγο μας έγνεψε να πάμε προς τα 'κει και μας είπε ότι στο υπόγειο του ξενοδοχείου ήταν η τύπισσα που ψάχναμε και έβγαζε λόγο σε καμιά 20αριά άτομα. Μας είπε ότι τους έλεγε διάφορα τύπου "μέχρι πότε θα σας έχουν στο περιθώριο και δε θα σας υπολογίζουν;" και τέτοιες πίπες όταν ακούστηκαν καθαρά απ' το εσωτερικό του ξενοδοχείου δυνατές φωνές επιδοκιμασίας και φασαρία. Λίγες στιγμές αργότερα άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες και στον δρόμο ξεχύθηκαν περίεργα άτομα απ' αυτά που όταν βλέπεις στον δρόμο αλλάζεις πεζοδρόμιο. Ποδοπατώντας κυριολεκτικά τους δύο άστεγους στον διάβα τους άλλοι καβάλησαν τις μηχανές τους, άλλοι μπήκαν στα αυτοκίνητά τους κι άλλοι έφυγαν πεζοί, κάνοντας μεγάλη φασαρία. Ένιωσα καθαρά ότι ως προς την πλειοψηφία τους, ήταν απέθαντοι, προφανώς βρικόλακες.

Περιμέναμε να εξαφανιστούν πριν κάνουμε την οποιαδήποτε κίνηση. Οι δύο άστεγοι μπήκαν στο κτίριο το οποίο φαινόταν απ' τον δρόμο πως φωτιζόταν στο εσωτερικό του από έναν απλό προβολέα στη μέση. Η Τιτάνια μας είπε ότι υπάρχουν δύο άτομα στον πρώτο όροφο και αυτή που μας ενδιαφέρει μαζί με τον άλλον που είχαν εισβάλει στο σπίτι του Θίοντορ βρίσκονται στο υπόγειο ακόμα, μόνοι τους. Αναρωτηθήκαμε πως θα μπορούσαμε να μπούμε στο κτίριο απαρατήρητοι αλλά εγώ είπα στον Μάρκους ότι ίσως, για να φανεί ότι δεν παίζουμε, θα 'πρεπε να μπούμε μέσα όπως είμαστε, τσαμπουκαλεμένοι. Δυστυχώς ο Μάρκους αποφάσισε να πάρει λίγο πιο κυριολεκτικά την συμβουλή μου...
Στο ισόγειο δεν υπήρχε κανείς, σπασμένα έπιπλα, ο προβολέας δαπέδου να φωτίζει κι ένας σκισμένος καναπές. Κατεβήκαμε τις σκάλες τραβώντας πίσω μας τον καναπέ προκειμένου να καθυστερήσει κάποιον έστω και λίγο αν προσπαθούσε να ξεφύγει. Κατεβαίνοντας ακούσαμε την γκόμενα να λέει στον άλλον "Ευτυχώς που έφυγαν. Δεν άντεχα ούτε στιγμή παραπάνω να ακούσω για το Σαμπάτ και πόσο ριγμένο είναι και πόσο..." όταν μας πρόσεξε και απ' ότι κατάλαβα μάλλον νόμιζε ότι ήμασταν απ' τους άλλους και είχαμε αργήσει. Κάτι πήγε να ξεστομίσει αλλά ο Μάρκους την διέκοψε "δε με ενδιαφέρει το Σαμπάτ", σήκωσε το πιστόλι του και την πυροβόλησε, ξεριζώνοντας της το χέρι με μία σφαίρα. Δεν είναι και τόσο φυσιολογικό το Desert Eagle του Μάρκους. Η τύπισσα έπεσε κάτω σφαδάζοντας απ' τους πόνους και ο σύντροφός της τα 'χασε όπως ήταν αναμενόμενο. Ο Γκάβιν άπλωσε το χέρι του προς τον ξαφνιασμένο τυπά αλλά κάτι πήγε στραβά και του πισωγύρισε, σκίζοντας του το μανίκι. Ο Μάρκους έτεινε το ελεύθερο χέρι του μπροστά και μέσα από απόκοσμες λάμψεις δημιούργησε μία αλυσίδα απ' το πουθενά,  η οποία εκτινάχτηκε προς τον τύπο και δέθηκε τριγύρω του. Ένα εκτινασσόμενο μαχαίρι από την Τιτάνια καρφώθηκε στο στομάχι του και τον έριξε κι αυτόν κάτω, ενώ εγώ ομολογώ πως είχα φρικάρει. Άρχισα να φωνάζω στον Μάρκους ότι δεν ήταν ανάγκη να τους σκοτώσουμε κι αυτός συμφώνησε αλλά συνέχισε να σημαδεύει την γκόμενα που ούρλιαζε "Ποιοι είστε εσείς; Τί θέλετε από μας, πώς τολμάτε και μπαίνετε εδώ και μας επιτίθεστε;" Προσπάθησα να ηρεμήσω τα πνεύματα γιατί είχε ήδη ξεφύγει απ' τον έλεγχο η κατάσταση, αλλά απέτυχα οικτρά. Έσκυψα πάνω της και προσπάθησα να την κοιμήσω έτσι ώστε να την πάρουμε από δω και να την πάμε σε κάποιο ασφαλές - για μας - μέρος να την ανακρίνουμε. Με το που την άγγιξα ένιωσα την ζωή μου να φεύγει από το σώμα μου και κατάλαβα πόσο πιο ισχυρή ήταν. Ρούφηξε όλη την ζωτικότητα του χεριού μου και την χρησιμοποίησε για να κλείσει τις πληγές της από τον πυροβολισμό του Μάρκους. Έπεσα στο έδαφος ουρλιάζοντας και το χέρι μου έμοιαζε πλέον μουμιοποιημένο από τον αγκώνα και κάτω.

Η σκύλα τώρα είχε το πάνω χέρι. Αυτά τραβάω για να είμαι ο μόνος που επιθυμεί μια πιο ειρηνική λύση. Σηκώθηκε πάνω και με αφύσικη δύναμη σήκωσε και εμένα από το μαραμένο χέρι και με κράτησε μπροστά της για ασπίδα. "Πετάξτε τα όπλα σας αλλιώς ο φίλος σας είναι νεκρός." Αν δεν πονούσα τόσο θα γελούσα με το πόσο κλισέ ατάκα πέταξε. "Το μόνο που σε σώζει μέχρι τώρα είναι ότι δεν σε χρειάζομαι νεκρή" είπε ο Μάρκους, ο οποίος προφανώς δεν πήγαινε πίσω στις κλισαδούρες. Πέταξε όμως το όπλο του και ρώτησε "Που είναι ο Μάστερ Θίοντορ;" Με το άκουσμα της ερώτησης η καριόλα άρχισε να γελάει υστερικά "Μάστερ αυτός; Αυτός μόλις χτες άρχισε να πετάει φλογόμπαλες! Όσο για το πού είναι, προφανώς δεν είναι εδώ, όπως βλέπεις!" Δεν μπορούσα να περιμένω να σταματήσουν την κουβέντα σ' αυτήν την κατάσταση. Ενώ με κρατούσε σφιχτά πάνω της με το δεξί της χέρι (γιατί το αριστερό της έλειπε πλέον) από το δικό μου μαραμένο δεξί, της έριξα με όλη μου την δύναμη με το αριστερό μου, το οποίο ήταν ελεύθερο και ακόμα ενισχυμένο από πριν. Της θρυμμάτισα τον γοφό κι έπεσε στο έδαφος σχεδόν ετοιμοθάνατη πλέον, αλλά η πουτάνα γελούσε ακόμα.

Στη σκάλα πίσω μας εμφανίστηκαν δύο απειλητικές φιγούρες. Οι φωνές απ' ότι φαίνεται τράβηξαν την προσοχή των δύο απέθαντων που ήταν στον πρώτο όροφο. Μπροστά στους δύο ισχυρούς αντιπάλους που είχαμε σχεδόν εξουδετερώσει, δύο απέθαντοι φαίνονται παιχνιδάκι, ακόμα κι αν είναι κτηνώδεις σαν αυτούς. Δυστυχώς όμως δεν ήταν και τόσο, κακές αποφάσεις απ' την δική μας μεριά παραλίγο να μας κοστίσουν τις ζωές μας. Περιληπτικά, εγώ πήγα κατά πάνω στον ένα με το καλό μου χέρι, ο Γκάβιν πάλευε πόση ώρα με τον άλλον με εκπληκτική ταχύτητα (και οι δύο) ενώ από πίσω η Τιτάνια εκσφενδόνιζε αντικείμενα προς αυτόν που πολεμούσα εγώ, από μαχαίρια μέχρι ογκόλιθους. Ο Γκάβιν κάποια στιγμή έδειξε να βγαίνει τελείως εκτός εαυτού αλλά ευτυχώς μπόρεσε η Τιτάνια να τον βοηθήσει να ηρεμήσει. Μετά από αρκετή ώρα καταφέραμε να τους κάνουμε σκόνη ευτυχώς.

Άλλη φορά πρέπει να είμαι καλύτερα προετοιμασμένος από πριν. Το λάθος μου ήταν ότι δεν έκανα αρκετά από πριν που θα με βοηθούσαν κατά την διάρκεια της μάχης. Βέβαια δεν ήταν και σίγουρο ότι θα πολεμούσαμε, υποτίθεται πως προσπαθούμε να το αποφύγουμε. Ίσως καλύτερα θα ήταν να έφευγα τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, από την αρχή από τον πρώτο πυροβολισμό. Είναι φίλοι μου αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα τους βοηθάω να δολοφονούν άτομα αδιακρίτως, όσο ύποπτα κι αν είναι τα άτομα αυτά. Για τους απέθαντους φυσικά δεν ισχύει το ίδιο, αυτά τα βδελύγματα της μητέρας φύσης είναι ήδη νεκρά κι είναι καλύτερα ως σκόνη.

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Εισαγωγή (Session 1)

Άλλη μια βαρετή μέρα. Θα ήθελα δηλαδή. Δηλαδή... όχι αρχικά... αρχικά βαριόμουν, μετά θα ήθελα να ήταν βαρετή. Τέλος πάντων, θα εξηγήσω αμέσως. Ξύπνησα πονοκεφαλιασμένος απ' τα χτεσινά Tanqueray στο Half-Note κι ευτυχώς η γκόμενα είχε ξυπνήσει πιο πριν και την είχε κάνει. Α ναι!

Με λένε Jock O Mo. Έτσι με φωνάζουν όλοι εδώ και κάτι χρόνια. Έχω ένα κατάστημα της αλυσίδας Cannabishop. Πουλάω ρούχα δηλαδή και αξεσουάρ φτιαγμένα από κάνναβη, το καλύτερο ύφασμα. Πουλάμε και εναλλακτικούς καπνούς και χαρτάκια και τέτοια, όλα νόμιμα φυσικά. Είχα ένα άλλο μαγαζί αλλά αναγκάστηκα να το αφήσω. Αυτά αρκούν για τώρα, τα υπόλοιπα μετά. Που ήμουνα;

Ξύπνησα, πήρα δυο ασπιρίνες και πήγα στο μαγαζί. Όλα καλά ως εδώ, μέχρι που το απόγευμα μπήκε μία πελάτισσα που δεν ήθελα με τίποτα να δω, μία παλιά μου πελάτισσα απ' το άλλο μαγαζί, η επιεικώς ενοχλητική κυρία Πεσταλέξη. Κοίταξε με ανυπομονησία τριγύρω και μόλις με είδε άρχισε να τσιρίζει: "Μάγε μου! Καλέ μου μάγε, επιτέλους σε βρήκα! Σε ψάχνω τόσο καιρό! Πρέπει να με βοηθήσεις! Με παράτησε κι έφυγε, πρέπει να τον φέρουμε πίσω!" Προσπάθησα να της εξηγήσω μάταια ότι δεν ασχολούμαι πλέον με τέτοια πράγματα αλλά δεν ηρεμούσε με τίποτα, τσίριζε όλο και πιο δυνατά τα ίδια και τα ίδια. Όταν μπήκε μία - κανονική - πελάτισσα μέσα αναγκάστηκα να της υποσχεθώ ότι θα την βοηθήσω, αρκεί να το βουλώσει για λίγο. Το μαγαζί δεν πάει πολύ καλά και πρέπει να προσέχω αν θέλω να κρατήσω την λιγοστή πελατεία που έχω. Την κάθισα σε ένα σκαμνί και πήγα να εξυπηρετήσω την άλλη κοπέλα, η οποία άρχισε να μου κάνει παζάρια για ένα παντελόνι. Η Πεσταλέξη όμως δεν μπορούσε φυσικά να κάτσει ήσυχη και μετά από λίγο άρχισε να ουρλιάζει στην πελάτισσα "Πάρ' το μωρή το παντελόνι, τί τα θες τα παζάρια; Παζάρια σ' αυτόν τον άγιο άνθρωπο που έχει βοηθήσει κόσμο και κοσμάκη! Εξάλλου δεν σου πάει, σε χοντραίνει!". Δεν πρόλαβα να αντιδράσω όταν φυσικά η πελάτισσα πέταξε το παντελόνι κι έφυγε βρίζοντας. Δεν ξέρω πώς κρατήθηκα να μην της ενώσω για πάντα τα χείλη, ίσως και κανένα άλλο άνοιγμα του σώματος... Όταν άρχισε πάλι την ίδια "κασσέττα" κι ενώ ο πονοκέφαλός μου είχε επιστρέψει πολύ μεγαλύτερος, ευτυχώς θυμήθηκα ένα μπουκαλάκι απ' το "Ελιξίριο του Έρωτα" που μου είχε ξεμείνει και μπόρεσα να την ξεφορτωθώ. Το συγκεκριμένο επηρεάζει την έκκριση φερομονών, της είπα να πασπαλίσει λίγο πάνω της όταν πάει να τον δει, της το χρέωσα και 50 ευρώ και έφυγε ευχαριστημένη. Της είπα βέβαια να μην ξαναέρθει γιατί είναι επικίνδυνο να παίζει με τέτοια πράγματα αλλά πολύ φοβάμαι πως σύντομα θα την ξαναδώ. Αναρωτιέμαι ποιος πούστης της έδωσε την διεύθυνση του νέου μαγαζιού. Πρέπει να της ετοιμάσω κάτι που θα την κάνει να μην ξαναπατήσει εδώ μέσα.

Αφού έκλεισα με πήρε ο Ιάκωβος και μου είπε ότι πρέπει να πάω απ' την αποθήκη. Ακουγόταν σοβαρός. Η αποθήκη είναι κοντά στο λιμάνι και είναι το μέρος που μαζευόμαστε με τους υπόλοιπους. Όταν πήγα οι άλλοι είχαν ήδη φτάσει και κατάλαβα αμέσως ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Η Τιτάνια και ο Γκάβιν φαίνονταν να είχαν μόλις έρθει, ο Ιάκωβος πιο κει κλωτσούσε μια μπάλα στον τοίχο και ο Μάρκους στεκόταν θλιμμένος και σκεπτικός στη μέση της αποθήκης, στερεωμένος στο χείλος του πηγαδιού. Ο Μάρκους πάντα είχε ιδιαίτερη σχέση με το ενεργειακό πηγάδι που βρίσκεται στο κέντρο της αποθήκης, πάντα με αυτό ασχολείται με τον έναν τρόπο ή τον άλλον. Αφού χαιρετηθήκαμε με τους υπόλοιπους ρωτήσαμε τον Μάρκους τί συνέβη. Ο Μάρκους φάνηκε να μην μπορεί να απαντήσει, ήταν μάλλον συναισθηματικά φορτισμένος ή κάτι τέτοιο, γι' αυτό μας εξήγησε ο Ιάκωβος ότι κάτι κακό είχε συμβεί στον Θίοντορ, τον μέντορα του Μάρκους. Ο Μάρκους άρχισε να ανησυχεί αφού ο Θίοντορ δεν εμφανίστηκε σε μία κανονισμένη τους συνάντηση κι επειδή δεν το συνηθίζει τον έψαξε στο σπίτι του. Μας είπε ότι βρήκε το σπίτι του ανοιχτό και στο εσωτερικό μία χαώδη κατάσταση, όλο το σπίτι σε μία κατάσταση που πρόδιδε πως εκεί είχε γίνει μάχη και μάλιστα όχι με συμβατικά μέσα. Μας είπαν ότι έψαξαν λίγο με τον Ιάκωβο και βρήκαν λίγες σταγόνες αίμα και το ημερολόγιο του Θίοντορ. Η τελευταία καταχώρηση στο ημερολόγιο ήταν προχτεσινή και έγραφε "Νομίζω πως είμαι κοντά στο να τους βρω."

Ο Ιάκωβος έδωσε στην προστατευόμενή του την Τιτάνια το μαντήλι με το οποίο σκούπισαν το αίμα για να κοιτάξει μήπως αισθανθεί περίπου που βρίσκεται ο κάτοχος. Βλέποντας την Τιτάνια να ζορίζεται λίγο, της ζήτησα να του ρίξω μια ματιά. Κοιτάζοντας το αίμα κατάλαβα αμέσως ότι ανήκε σε μία γυναίκα, οπότε προφανώς δεν ήταν του Θίοντορ, εκτός κι αν ο Θίοντορ κρύβει ένα μεγάλο μυστικό. Ευτυχώς πρόλαβα να το κοιτάξω και να απομνημονεύσω το ζωτικό αποτύπωμα της μυστήριας γυναίκας πριν το πάρει πάλι στα χέρια της η Τιτάνια. Δεν ξέρω τί προσπαθούσε να κάνει ακριβώς, όμως προφανώς απέτυχε παταγωδώς και το μαντήλι κάηκε μες στην χούφτα της, προκαλώντας της πολύ ελαφρά εγκαύματα. Αποφασίσαμε όλοι πως θα ήταν καλύτερο να πηγαίναμε όλοι μαζί στο σπίτι του Θίοντορ να κοιτάξουμε για περισσότερα στοιχεία, όλοι μαζί ίσως βρίσκαμε κάτι παραπάνω. Πριν φύγουμε ο Ιάκωβος κατέβασε τον Μάρκους στο υπόγειο που είναι το δωμάτιο που κοιμάται για κάτι που ήθελε να του πει ιδιαιτέρως. Δε μου αρέσουν αυτά τα μυστικά, αλλά δυστυχώς αυτοί του είδους μας πρέπει να κρύβονται, κάποιες φορές ακόμα κι απ' τους ομοίους τους, πράγμα που εγώ έχω μάθει με τον άσχημο τρόπο.
Το σπίτι του Θίοντορ ήταν άνω-κάτω. Στον προθάλαμο του σπιτιού υπήρχε ένα κάψιμο ψηλά στον τοίχο. Η Τιτάνια μου ζήτησε να την σηκώσω στα χέρια μου να το αγγίξει και μας είπε ότι είδε την γυναίκα την οποία ψάχνουμε να πετάει μία φλογόμπαλα προς τον Θίοντορ, την οποία αυτός απέκρουσε με μία σβέλτη του κίνηση και έστειλε προς τον τοίχο. Πλέον δεν υπήρχε αμφιβολία για το τί είχε συμβεί, οπότε ο Γκάβιν γύρισε λίγο πίσω τον χρόνο και μας περιέγραψε το όλο σκηνικό. Απ' ότι φαίνεται ο Θίοντορ ήταν μόνος του στο σαλόνι του όταν εισέβαλε από την σκάλα αυτή η γυναίκα, ντυμένη με ένα περίεργο μαύρο ρούχο, που κάλυπτε ορισμένα μόνο μέρη του σώματός της και έμοιαζε περισσότερο με λωρίδες υφάσματος παρά με φόρεμα. Λογομάχησαν, αν και ο Γκάβιν δεν μπόρεσε να διακρίνει ακριβώς την συζήτηση και λίγο μετά μπήκαν στο σπίτι άλλοι δύο τραμπούκοι. Ο Θίοντορ γέλασε και μαχαίρωσε τον έναν απ' τους δύο πριν κατέβει στο υπόγειό του όπου βρίσκεται και το άβατό του. Οι άλλοι τον ακολούθησαν εκεί και ενδεχομένως ο Θίοντορ έχασε τη μάχη. Έτσι εξηγούνται όλα, εκτός βέβαια απ' το γεγονός ότι στο σημείο που ο Θίοντορ μαχαίρωσε τον έναν απ' τους δύο άντρες δεν υπήρχε ίχνος αίματος.

Από το υπόλοιπο αίμα της μαυροντυμένης τύπισσας στο υπόγειο άβατο του Θίοντορ η Τιτάνια κατάφερε να την εντοπίσει, μάλιστα μας είπε ότι την είδε να βρίζει δύο τερατόμορφα πλάσματα στο μέρος που βρισκόταν εκείνη την στιγμή κάπου στο κέντρο της πόλης, αλλά αναγκάστηκε να διακόψει την σύνδεση γιατί η άλλη κάτι άρχισε να καταλαβαίνει. Προφανώς είναι πολύ ισχυρή και κινδυνεύουμε, αλλά προφανώς πρέπει να τρέξουμε να την βρούμε πριν φύγει. Προφανώς λοιπόν θα προτιμούσα τελικά να ήταν μία βαρετή μέρα.